- παπουτσάδικο
- το сапожная мастерская
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παπουτσήδικο — και παπουτσίδικο και παπουτσάδικο, το εργαστήριο ή εργοστάσιο κατασκευής υποδημάτων ή κατάστημα όπου πωλούνται υποδήματα, υποδηματοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπούτσι + κατάλ. ήδικο / άδικο (πρβλ. παλιατζ ήδικο, βενζιν άδικο)] … Dictionary of Greek
καβάφικος — η, ο 1. που ταριάζει σε καβάφη, κακότεχνος, κακοφτιαγμένος: Καβάφικη δουλειά. 2. το ουδ. εν. ως ουσ., καβάφικο το εργαστήριο του καβάφη, το τσαγκάρικο, παπουτσάδικο. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., καβάφικα περιοχή όπου είναι εγκαταστημένα τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπουτσίδικο — παπουτσίδικο, το και παπουτσάδικο, το κατάστημα ή εργαστήρι παπουτσιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)